θρηνήτρια

θρηνήτρια
θρηνήτρια
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρηνητρίας — θρηνητρίᾱς , θρηνήτρια fem acc pl θρηνητρίᾱς , θρηνήτρια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνήτριαι — θρηνήτρια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητήρ — θρηνητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. θρηνήτρια (Α) [θρηνώ] αυτός που μοιρολογεί, αυτός που θρηνεί …   Dictionary of Greek

  • συνθρηνήτρια — ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που μετέχει σε θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρηνήτρια (< θρηνῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”